- ταννάση
- η, Νχημ. ένζυμο που διασπά ορισμένες δεψικές ύλες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. tannase (< γαλλ. tannin < tanner «βυρσοδεψώ» + κατάλ. -ase τής χημικής ορολογίας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.